κεραννύω

κεραννύω
κεράννυμι
mix
pres subj act 1st sg
κεράννυμι
mix
pres subj act 1st sg
κεράννυμι
mix
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՌՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 0927 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. κεραννύω, συγκεράννυμι, μίσγω , μίγνυμι, ἑπιμίγνυμι misceo, commisceo, immisceo ζυγόω, συζευγνύω, συνάπτω copulo, conjungo συμπλέκω… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”